- ιδεάζω
- ιδεάστηκα, ιδεασμένος1. ειδοποιώ κάποιον, του ανοίγω τα μάτια.2. το παθ., ιδεάζομαι υποπτεύομαι κάτι, μπαίνω σε ιδέα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδεάζω — ιδεάζω, ιδέασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιδεάζω — 1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό 2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. άζω (πρβλ. ακμ άζω, δικ άζω)] … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
προϊδεάζω — Ν βάζω σε κάποιον ιδέα για κάτι που θα συμβεί ή για κάτι που συνέβη, προδιαθέτω κάποιον για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ιδεάζω (< ιδέα). Το ρ. μαρτυρείται από το 185β στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek